ιντάλιο

ιντάλιο
το
(άκλιτ.)
1. γλυφή ή χάραξη σε μέταλλο ή άλλη σκληρή ύλη
2. η τορνευτική ή το καλλιτέχνημα που δημιουργείται με την τόρνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. intaglio «γλυπτό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”